Η αναβίωση του Βασκικού Εθνικισμού.

Τα κείμενα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα http://clubs.pathfinder.gr/Vaskonia/


«Η Εουσκάδη είναι η πατρίδα των Βάσκων»

Σαβίνος Πολύκαρπος Αράνα Γκόιρη


Από τα τέλη του 19ου μέχρι τις αρχές τού 20ού αιώνα η Ιβηρική Χερσόνησος περνούσε με έκδηλη αργοπορία στην εποχή τής κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και τής παράλληλης – και άμεσα συνδεδεμένης προς αυτή – αριθμητικής αύξησης τής εργατικής τάξης. Αρχικά, η Βασκωνία εμφανιζόταν οικονομικά κατεστραμμένη και κοινωνικά αποδιοργανωμένη, έχοντας υποστεί το μεγαλύτερο βάρος των Καρλικών Πολέμων που οδήγησαν τους αγρούς στην ερήμωση και την σιδηρουργία της σε μιά προσωρινή παρακμή. Η αγροτική, εργατική και μέση αστική τάξη βίωνε στο έπακρο τις δυσάρεστες συνέπειες τής γενικής αποσύνθεσης και υπέφερε καθημερινά τα δεινά ενός δυσβάστακτου οικονομικού μαρασμού.



Ωστόσο, τα μεταλλεία τού Σομορρόστρου (στην Βισκάια) απετέλεσαν πόλο έλξης για νέους επενδυτές – Βάσκους και ξένους κεφαλαιοκράτες – επειδή πρόσφεραν πρώτη ύλη υψηλής ποιότητας σε μιά περιοχή όπου τα εργατικά χέρια αφθονούσαν. Σ’ αυτή και σε παρόμοιες ευκαιρίες βασίστηκε η συντήρηση και ενδυνάμωση τής μεγαλοαστικής τάξης, τής οποίας οι πολιτικές προτιμήσεις έρχονταν σε αντίθεση μ’ εκείνες των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων, χωρίς να λείπουν και οι μεμονωμένες εξαιρέσεις.

Εξίσου τραγική για ολόκληρη την Βασκοσύνη υπήρξε και η κατάργηση της τοπικής παραδοσιακής νομοθεσίας (1876) – εγγυήτριας τής κατά καιρούς αυξημένης ή περιορισμένης βασκικής αυτονομίας – καθώς και η πλήρης απορρόφηση τής πολιτικής υπόστασης τής Βασκωνίας από την κεντρική ισπανική και γαλλική εξουσία. Οι νέες συνθήκες δεν έγιναν αποδεκτές από τον βασκικό λαό, ο οποίος ανέδειξε αμέσως ηρωικές ηγετικές μορφές, πρόθυμες να αγωνιστούν με όλες τις δυνάμεις τους για την αναγέννηση τού Έθνους. Η βαριά εθνική ταπείνωση και η αποτυχία τού «καρλικού κινήματος» μετατράπηκε γρήγορα σε έντονο αγωνιστικό ενθουσιασμό και η απογοήτευση των πρώτων μεταπολεμικών ετών έδωσε την θέση της σε μια σειρά από δυναμικές κινητοποιήσεις πατριωτικών ομάδων που στόχευαν ευθέως στην αφύπνιση και στην επαναδραστηριοποίηση κάθε βασκικής ψυχής.



Μέσα από αυτόν τον κοινωνικό αναβρασμό γεννήθηκε στα 1895 το Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα με επικεφαλής τον ακάματο βισκαΐνο πατριώτη Σαβίνο Πολύκαρπο Αράνα Γκόιρη (1865-1903). Η ταπεινωτική υποταγή τής Βισκάιας στο ισπανικό στέμμα και η αχρήστευση των πατροπαράδοτων θεσμών της ώθησαν τον φλογερό Βάσκο να αντιδράσει δυναμικά. Υποστηρίζοντας ότι οι βισκαΐνοι δεν πρέπει να έχουν καμμία σχέση με τους Ισπανούς – εφόσον οι τελευταίοι δεν σεβάστηκαν ούτε την πολιτική, ούτε την πολιτισμική ιδιαιτερότητα τής Βισκάιας – καλούσε τους συμπατριώτες του να αντισταθούν στην σκληρή πραγματικότητα και να απαιτήσουν όλα όσα δικαιωματικά τους ανήκαν. Στο πλευρό του αγωνιζόταν ο αδελφός του, Λουής και ένα εκλεκτό επιτελείο Βάσκων εθνικιστών, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν οι μορφές τού Κυριάκου Λιόδιο, Χουάν Αραμπουρουσαμπάλα, Σαλβαδόρ Ετσέιτα , Ηλία Λεκούε και Φαμπιάν Ισπίσουα.

Η μαχητική αρθρογραφία του και ο ανυποχώρητος αγώνας για την διάδοση των πολιτικών πεποιθήσεών του κόστισαν στον Αράνα ασταμάτητους διωγμούς και επανειλημμένες φυλακίσεις. Ο Σηγισμούνδος Μορέτ, εχθρικά διακείμενος έναντι τού Βάσκου αγωνιστή, είχε δηλώσει με κυνισμό: «Θα ήταν γενναιότερο να πέθαινε στην φυλακή. Επιπλέον, η ησυχία τής Ισπανίας αξίζει περισσότερο από την ζωή ενός ανθρώπου». Στις 21 Νοεμβρίου 1902, έχοντας δεχτεί πολλές απειλές κατά τής ζωής του και με κλονισμένη την ανέκαθεν εύθραυστη υγεία του, αναγκάστηκε να καταφύγει στον Άγιο Ιωάννη τής Λοϊσούνης (στην γαλλική επικράτεια). Έναν χρόνο αργότερα η ηγεσία τού Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος πέρασε στα χέρια τού Άγγελου Σαβάλα και σημείωσε ένα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό αποτέλεσμα στις δημοτικές εκλογές τού Βιλβάου.

Εμβολιασμένο από τις ώριμες εθνοκεντρικές ιδεολογίες που αναβίωναν εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Ευρώπη, το πολιτικό κίνημα τού Αράνα ξεπέρασε τον τοπικιστικό χαρακτήρα του και σταδιακά αγκάλιασε την πλειοψηφία τού Βασκικού Έθνους, το οποίο αναζητούσε την πολιτική και κοινωνική επανένωσή του, καθώς και το δικαίωμά του να χρησιμοποιεί την πανάρχαια γλώσσα του σε κάθε γωνιά τής υπερήφανης πατρίδας του. Σε ιερό σύμβολο των νέων αγώνων αναδείχτηκε η Ικουρρίνια, «η Σημαία των Επτά Ιστορικών Εδαφών τής Βασκωνίας» , τα χρώματα τής οποίας ξεκίνησαν από την Βισκάια και σκέπασαν όλες τις πόλεις και τα χωριά τής Βασκοσύνης, ενσαρκώνοντας τα οράματα ολόκληρου τού Έθνους.



Ο πατριωτικός λόγος-σπόρος τού Αράνα έπεσε σε εύφορες ψυχές και οι επόμενες δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από την ρωμαλέα αφύπνιση τής βασκικής συνείδησης και την αυξημένη συμμετοχή τού λαού στον κοινό αγώνα. Στα 1932, ογδόντα χιλιάδες Βάσκοι συγκεντρώθηκαν στο Βιλβάο και γιόρτασαν πανηγυρικά την «Aberri Eguna» (Ημέρα τής Πατρίδας), μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο διακεκριμένος Βάσκος πολιτικός Χοσέ Αντώνιο δε Αγκίρρε ι Λεκούμπε (1904-1960) σχημάτισε την πρώτη Βασκική Κυβέρνηση και οδήγησε οργανωμένα τους ένοπλους Βάσκους αγωνιστές στον πόλεμο εναντίον των στρατευμάτων τού Φρανθίσκο Φράνκο, ο οποίος είχε αρχίσει να κατασκευάζει το κατάλληλο περιβάλλον για την επιβολή τής στυγνής στρατοκρατίας του


Ο Βασκικός «τετρακέφαλος σταυρός»


Ο όρος «lauburu» τής βασκικής γλώσσας είναι σύνθετος. Αποτελείται από την λέξη «lau», που σημαίνει «τέσσερα» και «buru», που σημαίνει «κεφάλι». Από αυτόν προέρχεται, κατά πάσα πιθανότητα, ο λατινικός όρος «labarum», τον οποίο η ελληνική γλώσσα δανείστηκε και χρησιμοποίησε ως «λάβαρον».

Ο Λαουμπούρου, ένα αρχαίο και ιερό σύμβολο τού βασκικού λαού, είναι ένας «τετρακέφαλος σταυρός». Οι κεραίες του έχουν την μορφή έντονης υποστιγμής (κόμματος) και ολόκληρο το σχήμα θυμίζει έλικα θαλάσσιου σκάφους. Απεικονίζεται σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και σχηματικών παραλλαγών, ως δεξιόστροφος και ως αριστερόστροφος, υποδηλώνοντας – σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση – την καλοτυχία και την κακοτυχία, την θετική και την αρνητική ενέργεια αντίστοιχα.



Η ακριβής προέλευση τού Λαουμπούρου παραμένει άγνωστη. Κατά τον ερευνητή Χοσέ Ντουέσο, ο βασκικός «τετρακέφαλος σταυρός» είναι κελτικής καταγωγής. Αποτελεί μία από τις πολλές παραλλαγές τού ελληνικού «επικαμπούς σταυρού» ή τής ινδικής «σβάστικας», γνωστών και ευρύτατα διαδεδομένων συμβόλων τού Ήλιου, η λατρεία τού οποίου ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στην Αρία φυλή. Ωστόσο, κατά τις θρησκευτικές τελετές τους, πριν από την υιοθέτηση τού Λαουμπούρου οι Βάσκοι χρησιμοποιούσαν ήδη ως ηλιακό σύμβολο τον καλούμενο «ελληνο-ρωμαϊκό ρόδακα». Η σταδιακή αντικατάστασή του από τον κελτικής καταγωγής σταυρό οφείλεται, μάλλον, στην παθητική ακινησία που υποδήλωνε η εικόνα τού πρώτου, σε σχέση με την κίνηση και την ενεργητικότητα που αποπνέει ο δεύτερος.

Στο Μουσείο τής Ναβάρρας, ανάμεσα σε ένα πλήθος ενδιαφερόντων εκθεμάτων, φυλάσσονται και δύο γλυπτές αναπαραστάσεις τού «τετρακέφαλου σταυρού», οι οποίες τοποθετούνται χρονολογικά στον 4ο μ.Χ. αιώνα και προέρχονται από ένα νεκροταφείο στην περιοχή τής Γαστιαίνης. Θεωρούνται από τις αρχαιότερες τού είδους τους. Η μία, βέβαια, παραπέμπει περισσότερο στον ρόδακα, αλλά η δεύτερη είναι ένας εμφανής Λαουμπούρου.

Πέρα από ηλιακή απεικόνιση, ο «τετρακέφαλος σταυρός» υπήρξε σύμβολο τής ζωής, τής θεϊκής εύνοιας, τού απείρου και τής αιωνιότητας, τής ιερής φλόγας που έκαιγε στους βωμούς των αρχαιόθρησκων Βάσκων, των «τεσσάρων στοιχείων τού σύμπαντος» (νερού, γης, αέρα και φωτιάς), αλλά και τής δημιουργικής ένωσης τού αρσενικού με το θηλυκό. Οι κάθετες κεφαλές του αποκαλούνται «απόβραδο» ή «δύση» και συμβολίζουν την γυναικεία φύση και τον συναισθηματικό κόσμο.

Οι οριζόντιες κεφαλές του – η «αυγή» ή «ανατολή» – αντιστοιχούν στην ανδρική φύση και στον κόσμο τής λογικής. Ως φυλακτό χαρασσόταν επάνω σε τοίχους, υπέρθυρα και παράθυρα βασκικών κατοικιών για να φέρνει την ευτυχία και να εκδιώκει τα κακά πνεύματα, τις λάμιες και τους κεραυνούς, ενώ η τοποθέτησή του στις εισόδους των ποιμνιοστασίων προστάτευε τα πρόβατα από τους λύκους, τις θεομηνίες και τις ασθένειες.

Στις τελευταίες δεκαετίες ο Λαουμπούρου ταυτίστηκε επανειλημμένα με διάφορες ομάδες, οργανώσεις και πολιτικά κόμματα τού εθνικιστικού-πατριωτικού χώρου τής Βασκωνίας. Έλαβε τιμητική θέση στην κορυφή τού κονταριού τής Ικουρρίνιας ή στο κέντρο τού λευκού σταυρού της. Εμφανίστηκε, επίσης, με την μορφή σημαίας ή εμβλήματος σε αθλητικά γήπεδα και εκδηλώσεις πολιτιστικών σωματείων, ενώ κατέλαβε περίοπτη θέση σε χαρακτηριστικά σημεία τής ενδυμασίας των Βάσκων.

Κατά καιρούς, οι Βάσκοι μύστες και καλλιτέχνες σχεδίασαν παρόμοιους σταυρούς, αλλά με περισσότερες από τέσσερις κεφαλές. Αν και τούτες οι καινοτομίες είχαν κυρίως διακοσμητικό χαρακτήρα, ένας απ’ αυτούς τους σταυρούς, ο «επτακέφαλος», έγινε έμβλημα πολλών Βάσκων πατριωτών, καθώς ανακαλούσε στην μνήμη τους τα επτά Ιστορικά Εδάφη τής Βασκωνίας, μοιρασμένα - ακόμη και σήμερα - μεταξύ τής ισπανικής και τής γαλλικής επικράτειας.

Ο «τετρακέφαλος σταυρός» χρησιμοποιείται εκτεταμένα - μέχρι τις μέρες μας - ως δημοφιλές διακοσμητικό στοιχείο στην παραδοσιακή αλλά και στην σύγχρονη βασκική κεραμική, αρχιτεκτονική και επιπλοποιία. Αποτελεί, επίσης, αγαπητό πρότυπο για τους φημισμένους Βάσκους κοσμηματοποιούς, των οποίων τα περίτεχνα Λαουμπούρου αγοράζονται από εντόπιους και ξένους, για να φέρουν καλή τύχη στον ιδιοκτήτη τους και να κρατήσουν μακριά από τον ίδιο και τους οικείους του έχθρες και νοσήματα.




«Ο Βασκικός Λαός δεν έχει ανάγκη ούτε να θάψει τον χαρακτήρα του, εφόσον είναι σοβαρός και αξιόπιστος, ούτε να λησμονήσει την Ιστορία του, αν είναι υποδειγματικός όπως εκείνη, ούτε ν’ αναδιοργανώσει τα ήθη του, που θαυμάζονται από εντόπιους και ξένους επειδή είναι εύτακτα. Όχι! Ο Βασκικός Λαός, ο αληθινός, ο γνήσιος Βασκικός Λαός δεν χρειάζεται αυτές τις αναδιοργανώσεις, τις οποίες ο ίδιος κατέχει στο έπακρο ενώ οι άλλοι λαοί τις ονειρεύονται. Χρειάζεται μόνον ν’ αναγεννηθεί σ’ έναν τομέα: στην γνώση τού τί ήταν παλαιότερα και τί είναι τώρα. Χρειάζεται μόνον να διεισδύσει σ’ εκείνες τις λέξεις που υπήρχαν γραμμένες στο Μαντείο των Δελφών για να διδάσκεται ο άνθρωπος: ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ …»

Σαβίνος Πολύκαρπος Αράνα Γκόιρη

Ιδρυτής τού Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος


http://www.jo-ta-ke.blogspot.com/