της Λίλιθ
Θυμάμαι να μου διαβάζεις κομμάτια από βιβλία «καταραμένα»
που φύλαγες σαν θησαυρό στη ζωή σου. Γεμάτα σύμβολα και εικόνες από μια άλλη
εποχή, τους καιρούς της νίκης και του ερωτισμού. Σου άρεσε να μου διαβάζεις
δυνατά γραμμές που κάνουν την σκέψη να δίνει ρυθμό. Για το άλλο μισό της φυλής
νοιαζόσουν και μου το έδειχνες είναι η αλήθεια. Ανάμεσα στα διαλλείματα της Σάρκας
σου άρεσε να μοιράζεσαι λόγια και σκέψεις, και με τα ίδια εκείνα δάχτυλα που με
άγγιζες χάιδευες τις κίτρινες σελίδες λες και έπαιρνες δύναμη για να επιτεθείς
και πάλι στα μονοπάτια του οργασμού. Μαζί με το μαχαίρι επιβίωσης τα βιβλία σου
τα πιο πολύτιμα κομμάτια της ψυχής σου, μου έλεγες.
Και εγώ χαμογελούσα. Ναι χαμογελούσα
γιατί λάτρεψα στο πρόσωπο σου το ίνδαλμα της Sylvia Plath. Και ήσουν τόσο ρομαντικός πέρα από
τον σύγχρονο «ρομαντισμό», τόσο Άνδρας και όχι απλά αρσενικό, τόσο Δυνατός και
Αληθινός και όχι απλά ένας με ταμπέλα. Θυμάμαι να κάνουμε έρωτα κάτω από την
Χαμογελαστή Νεκροκεφαλή που μας καλούσε και πάλι στην ακτή να μας ψιθυρίσει
το μυστικό της νίκης … και αυτή εκεί με μια μανία να μας κοιτάει στα μάτια με
τόση αγάπη και τόση έννοια. Με μια ματιά που με συγκλονίζει ακόμη όπως εκείνη
την πρώτη φορά, να ημερεύει τον νου και να δίνει ελπίδα στο παρόν.
Ευλογημένοι
νιώθαμε και οι δυο μας, αφού πάνω από εμάς το Σύμβολο εκείνο που τόσο αγάπησες
και λάτρεψες καρδιά μου, έδινε σε Κόκκινο Λευκό και Μαύρο φόντο το έναυσμα για
να αγαπηθούμε πιο πολύ και να ουρλιάξουμε από ευχαρίστηση κάτω από τους ήχους
των Graveland
και
των Der
Sturmer που
τόσο λάτρεψες. Κοιτώντας και πάλι στον τοίχο το λάβαρο που αγάπησαν εκατομμύρια,
αναρωτιόμουν κάποιες φορές τι ήταν εκείνο που έκανε τους τελευταίους
υπερασπιστές της Ευρώπης να αναζητήσουν την ώρα του δρεπανοφόρου Χάρου την
Ηδονή του κορμιού και να σκιρτήσουν στις Ιαχές της ερωτικής εφόρμησης.
Τι τους τράβηξε
στα υπόγεια της καγκελαρίας κατά εκατοντάδες να μυρίσουν μαζί με το μπαρούτι τις
υπέροχες οσμές της σάρκας, και μετά να ξεχυθούν σαν λύκοι και λύκαινες για να
συναντήσουν τον εχθρό ψάχνοντας τι άλλο από την Λύτρωση και την καλή παρέα των Θεών.
Τι ήταν αυτό που τους τραβούσε να δώσουν τα πάντα για τελευταία φορά ανάμεσα
στον ιδρώτα της Έλξης και το Πάθος της νιότης την ίδια στιγμή που τα ψωριασμένα
σκυλιά έξω από τα καταφύγια ούρλιαζαν για τρόπαια. Τι ήταν αυτό που τους έδινε
την δύναμη να ζευγαρώσουν για τελευταία φορά όλοι μαζί ή και χωριστά βλέποντας
το Τέλος αλλά αδιαφορώντας πλήρως για την προσωρινή ήττα και την «ηθική» των ανήθικων νικητών
του πολέμου.
Αγάπη μου η απάντηση κάθε φορά ήταν η ίδια. Η ίδια η Ιδέα, ο
Εθνικός Σοσιαλισμός, εκείνο το Σύμβολο το τρίχρωμο δεν σημαίνει παρά Λαγνεία
για την ζωή και την Φύση, ένα δυνατό χαστούκι απέναντι στην σάπια ψευτοηθική και μια χειροβομβίδα στην Καρδιά για αυτούς που έχουν και δεν την έχασαν ακόμη.
Εκείνοι οι τραγικοί Τελευταίοι Υπερασπιστές συναισθανόμενοι την εποχή του
πλαστικού ανθρώπου που ερχόταν αποφάσισαν να στείλουν μια φωτοβολίδα Ζωής που
φώτισε πέρα ως πέρα το σκότος των σακάτηδων του βασιλείου της τρέλας και της ειρήνης
που μύριζε νεκροτομείο. Θυμάμαι ακόμη να με κοιτάς με λατρεία και να ζητάς τα
φιλιά μου να σκάψουν το κορμί σου όπως οι οβίδες της Μεραρχίας που είχες το
σύμβολο της στο μπράτσο σου. Και πάλι χανόμασταν μαζί με μιας στις λυσσαλέες αντεπιθέσεις
της σάρκας ψάχνοντας το λάβαρο του οργασμού που για άλλους αποτελεί αυτό που
ψάχνουν αλλά ανίκανοι να το βρουν μισούν κάθε τι αληθινό και ερωτικό.
Και
σήμερα που ένα ποτήρι μαυροδάφνη στέκεται στο τραπέζι μόνο του ενώ εσυ λείπεις και το λίγο φως χτυπάει και
πάλι το Σύμβολο μας, το μυαλό τρέχει σε σένα, που τόσο αγαπώ ενώ στην αγκαλιά
μου έχω την Χαμογελαστή Νεκροκεφαλή για να νιώθω εσένα και μόνο …