Ακόμη μια ιστορική ψευδολογία από τον αρχηγίσκο της «Χρυσής Αυγής» …



του Wolverine

Εντελώς τυχαία διάβασα σε ένα ιστολόγιο (εδώ) γεγονότα που δεν γνώριζα για το ΚΚ της Δεξιάς (Χρυσή Αυγή) ενώ είχα την «ατυχία» να υποστώ ένα ακόμη μαρτύριο, αφού έπρεπε να παρακολουθήσω το show της ιστορικής ανακρίβειας από τον γενικό γραμματέα του ακροδεξιού κόμματος.

Για όσους δεν το γνωρίζουν ο πιο παρασημοφορημένος Έλληνας Αξιωματικός (μετά τον Στρατηγό Κόρκα) υπήρξε ο Στρατηγός Ιωαννίδης που συκοφαντήθηκε επειδή αντιστάθηκε στην δημοκρατική σαπίλα. Δεν είναι καθόλου τυχαία αυτή η παράλειψη (;) στον δημόσιο λόγο του Μιχαλολιάκου μέσα στην πολυτελή αίθουσα με τα ψηλά ποτήρια και την coca-cola στο τραπέζι (!) καθώς και η διαχρονική υπεράσπιση του Συνταγματάρχη Παπαδόπουλου μέσα από τα έντυπα αλλά και τις άλλες δημοσιεύσεις της «Χρυσής Αυγής».

Για τον Στρατηγό Ιωαννίδη μπορείτε να διαβάσετε αποκλειστικά άρθρα εδώ, εδώ και εδώ ενώ για την ανιστόρητη αναφορά του Μιχαλολιάκου δείτε στο 07.20 στο βίντεο εδώ. Όσοι δηλώνουν Αντιδημοκράτες και θέλουν να ξεράσουν πάνω στο πτώμα του ακροδεξιού κόμματος ας παρακολουθήσουν στο 8.40 ...

Περιττό να αναφέρω ότι η «Χρυσή Αυγή» τα τελευταία χρόνια είχε υποβαθμίσει πλήρως το γεγονός της παράνομης φυλάκισης των Ελλήνων Αξιωματικών από την αστική δημοκρατία και τον Καραμανλισμό, ενώ δεν έπραξε το παραμικρό για να αλλάξει κάτι πλην των ελαχίστων τυπικών άρθρων που δημοσιεύτηκαν στα έντυπα της. Την ίδια ένοχη σιωπή κράτησε και για τον θάνατο του Στρατηγού Ιωαννίδη ο οποίος φυλακίστηκε παρανόμως επί 35 συναπτά έτη και ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ από τις δημοκρατικές καθεστωτικές ύαινες. Τέλος σε μια επίδειξη πολιτικαντισμού ο βουλευτής Παππάς είχε δημοσιεύσει το άρθρο εδώ παρά τις όποιες θεατρινίστικες κινήσεις εδώ

Βιβλιοπαρουσίαση: Αντιμοντερνισμός - του Άγγελου Δημητρίου


του Άγγελου Δημητρίου: Η προσέγγιση της σύγχρονης πραγματικότητας μέσα από την επαναστατική οπτική των Παραδοσιακών Αρχών. Μια συλλογή δοκιμίων για την μαχητική υπεράσπιση του κόσμου της Ταυτότητας

για περισσότερα εδώ

5 βιβλιοπροτάσεις


Tρίτη 1η Φεβρουαρίου του 1944. Στις 9.30 το πρωί, δολοφονείται στο κέντρο της Aθήνας, μπροστά στο άγαλμα του Bύρωνα, ο Kίτσος Mαλτέζος, ο τελευταίος απόγονος του Στρατηγού Mακρυγιάννη, το χαρισματικό παιδί της γενιάς του '40. Tη δολοφονία, που θυμίζει δράση τρομοκρατικής οργάνωσης, έχει αναλάβει ο EΛAΣ Σπουδάζουσας. Έκτοτε το γεγονός θα μυθοποιηθεί και θα μεταμορφωθεί σε ένα από τα ισχυρότερα ταμπού της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. H «αριστερά» θα αρνείται επίμονα την οποιαδήποτε αναφορά σε μιαν από τις πιο σκοτεινές σελίδες της δράσης της, ενώ η σκληρή μετεμφυλιακή «δεξιά» θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει πολιτικά τον θάνατο ενός ανθρώπου που στην πραγματικότητα δεν της ανήκε. O Mαλτέζος θα πρωταγωνιστήσει στην υπόθεση δύο μυθιστορημάτων, στην Tειχομαχία του Θεόφιλου Φραγκόπουλου και στο Xρονικό μιας Σταυροφορίας του Pόδη Pούφου

H βιογραφία που έγραψε ο Πέτρος Στ. Mακρής-Στάϊκος μπορεί να διαθέτει την αφηγηματική χάρη ενός μυθιστορήματος, όμως είναι και η πρώτη απόπειρα σοβαρής ιστορικής προσέγγισης της υπόθεσης, προσφέροντας συγχρόνως στον αναγνώστη μια συνθετική τοιχογραφία της χαμένης γενιάς του '40.


Τα χρόνια που έρχονται χαράζουν τρομακτικά για το μέλλον της Ελλάδας. Ένα άγρυπνο κακό αρχίζει να σκοτεινιάζει τον ελληνικό ουρανό. Έχουμε συνείδηση της πραγματικότητας. Γνωρίζουμε πως σήμερα όποιος δηλώνει Εθνικιστής είναι υπό διωγμόν, δεν έχει θέση στην κοινωνία που κατασκευάζουν. Είναι επιλογή μας λοιπόν αν θα συμβιβασθούμε ή αν θα αντισταθούμε με έναν ανυποχώρητο ιδεολογικό αγώνα. Το βιβλίο αυτό επιλέγει την αντίσταση, έστω και αν χαρακτηρισθεί ακραίο, φανατικό, γραφικό, ή οτιδήποτε άλλο σκαρφιστούν οι σύγχρονοι ιεροεξεταστές. Τουλάχιστον γράφτηκε με ειλικρίνεια σε εποχή υποκρισίας, και αυτό πιστεύω είναι αρκετό για να το κρίνει κάποιος.


Αυτή είναι η διήγηση από πρώτο χέρι ενός προσκολλημένου στο παρελθόν στρατιώτη των SS, ο οποίος μετά την διαταγή συνθηκολογήσεως διέφυγε και μετά από περιπέτειες κατατάχθηκε ως μισθοφόρος στην Λεγεώνα των Ξένων. Έχοντας σταλεί στην Ινδοκίνα για να πολεμήσει τους Βιετμίνχ, το "Γερμανικό Τάγμα των Καταραμένων" εφάρμοσε το: Βόμβα στην Βόμβα! Σφαίρα στην σφαίρα! Φόνος στον φόνο! "Η Φρουρά του Διαβόλου" αποτελεί το προσωπικό ντοκουμέντο αντιποίνων και αντί-αντιποίνων ενός άνδρα και της μονάδας του, μια καταγραφή εγκληματικής βίας και από τις δύο πλευρές, ενός πολέμου στην πιο ωμή,την πιο άγρια και ανατριχιαστική μορφή του. 
Το βιβλίο εξεδόθη στα Αγγλικά για πρώτη φορά την δεκαετία του '70 προκαλώντας θυελλώδεις αντιδράσεις και διχογνωμίες από τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό.Σε μικρό χρονικό διάστημα εξαντλήθηκε και παρέμεινε για δεκαετίες ένα βιβλίο-φάντασμα, μη μπορώντας κανείς να εντοπίσει κάποιο αντίτυπο παρά μόνο σε εξειδικευμένα παλαιοπωλεία και σε πολύ υψηλές τιμές. Σήμερα, μάλλον δικαίως, θεωρείται από ειδήμονες και απλούς αναγνώστες, ότι είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ, πάνω στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων.
Η κατάληψη της Βαστίλης και η εκθρόνιση του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ σηματοδότησαν για τη Γαλλία την αρχή ενός ολομέτωπου αγώνα στο εσωτερικό της χώρας για να ανατραπεί εκ βάθρων το κοινωνικό καθεστώς, ενώ την ίδια περίπου χρονική περίοδο όλη ουσιαστικά η Ευρώπη πολεμούσε εναντίον της Γαλλίας. Η διακήρυξη της Τρομοκρατίας στις 5 Σεπτεμβρίου 1793 βύθισε τη Γαλλία στον όλεθρο· μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πολλοί φυλακίστηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια, και το χειρότερο όλων, η Τρομοκρατία έγινε γνωστή στην Ευρώπη επινοώντας τους ολέθριους μηχανισμούς αστυνομοκρατίας, εκφοβισμού και παρανοϊκής καταδίωξης των διαφωνούντων. 


Ο Ροβεσπιέρος, προτάσσοντας τον άσπιλο, ενάρετο χαρακτήρα του, επονομάστηκε Αδιάφθορος και πήρε στα χέρια του την κάθαρση του έθνους. Πίστευε με όλη τη δύναμη της ψυχής του ότι αυτό που έκανε ήταν σωστό. Με τη βεβαιότητα αυτή άλλαξε τη γλώσσα, διαμόρφωσε θεσμούς, έδωσε καινούρια ονόματα σε πράγματα παλιά και οδήγησε στην γκιλοτίνα όλους όσοι δεν ανταποκρίνονταν στα πρότυπα της εξαγνισμένης κοινωνίας που είχε ο ίδιος στο μυαλό του. Το τέλος του ήταν τραγικό, αλλά η κληρονομιά του τρόμου που άφησε πίσω του στοιχειώνει και τις σημερινές κοινωνίες καθιστώντας σαφές το μήνυμα της διαρκούς πολιτικής επαγρύπνησης απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς, γιατί αν θεωρούμε αυταπόδεικτο ότι εμείς είμαστε δίκαιοι και οι εχθροί μας φαύλοι, και ότι μπορούμε να καταργήσουμε τα απαράγραπτα δικαιώματα των άλλων, τότε βαδίζουμε ολοταχώς προς την Τρομοκρατία.



17 Απριλίου 1975. Ο στρατός των Ερυθρών Χμερ με ηγέτη τον διαβόητο Πολ Ποτ κατέλαβε την Πνομ Πεν και όρισε την αρχή του «έτους μηδέν» για την Καμπότζη, γράφοντας μια από τις πιο μελανές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας. Ακολουθώντας το όραμα της αγροτικής ουτοπίας, απαγόρευσε τη βουδιστική λατρεία, ξερίζωσε χιλιάδες νέους από τις οικογένειές τους, επέβαλε ενιαίο ενδυματολογικό κώδικα και τους στρατολόγησε στις παραγωγικές κοοπερατίβες. «Αρκεί ένα εκατομμύριο καλοί επαναστάτες για να οικοδομήσουμε τη χώρα μας. Δε χρειαζόμαστε τους υπόλοιπους. Προτιμάμε να σκοτώσουμε δέκα αθώους παρά να αφήσουμε ζωντανό ένα εχθρό», διακήρυτταν οι Χμερ. Η γενοκτονία του Πολ Ποτ διήρκησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια και ήταν για το λαό της Καμπότζης μια συνεχής κάθοδος στην κόλαση...

Για τον Άνθρωπο του Χιονισμένου Μονοπατιού.



του Σταμάτη Μαμούτου

Μέσα στο απέραντο λευκό τοπίο του παγωμένου καναδικού βορρά. Με τις νιφάδες του χιονιού άλλοτε να αιωρούνται απαλά, κι άλλοτε να λικνίζονται σε αιθέριους στροβιλισμούς, ακολουθώντας τους ρυθμούς του ανέμου κάτω απ’ τις γλυκά ιριδίζουσες ανταύγειες του μολυβένιου ουρανού. Ενός ουρανού που μοιάζει με αστροκέντητο χιτώνα, απλωμένου σαν την αυλαία του κόσμου όλου, έτσι που φαντάζει λες, σαν το ύστατο όριο, ανάμεσα στο πεδίο της υλικής εμπειρίας και στο βασίλειο του Θεού. Κάπου εκεί, στο μεταίχμιο της ανθρωπινότητας και του υπερβατικού, τοποθέτησε το ξύλινο κατάλυμα λίγων ύστερων προμάχων του ευρωπαϊκού ψυχισμού, ο σπουδαίος Αμερικανός λογοτέχνης Τζακ Λόντον, στο διήγημα που φέρει τον τίτλο «Για τον άνθρωπο του χιονισμένου μονοπατιού».


Ήταν βράδυ των Χριστουγέννων στα τέλη του 19ου αιώνα. Λίγοι Αμερικανοί, όλοι τους ευρωπαϊκής καταγωγής, άντρες από εκείνους που είχαν ερωτευθεί την περιπέτεια και αρέσκονταν να σηκώνουν το γάντι στις προκλήσεις, τις ανεγειρόμενες από τον μύχια του εαυτού τους, βρίσκονταν γύρω απ’ τη ζεστή σόμπα, απολαμβάνοντας την θαλπωρή του ξύλινου καταλύματος. Επρόκειτο για μερικούς από τους εκείνους που βίωναν το τέλος μιας περιπέτειας, η οποία είχε αρχίσει για τον άνθρωπο της λευκής φυλής με την κατάκτηση της «άγριας δύσης».

Πριν ακόμη οι Αμερικανοί συγκροτήσουν το ανεξάρτητο κράτος τους, η αγγλοσαξονική κοινότητα, που βρισκόταν στο επίκεντρο του αμερικανικού βίου, μετέτρεπε κιόλας σε ιστορική πράξη την έμφυτη τάση των ευρωπαϊκών εθνών για κατακτήσεις και περιπέτειες. Η αμερικανική δύση ήταν ακόμη παρθένα και στα μάτια των αγγλοσαξόνων άφηνε την υπόσχεση μιας αέναης κατακτητικής επέκτασης. Οι άγνωστες γαίες έπρεπε να εξερευνηθούν και να τεθούν στην διάθεση των παιδιών εκείνης της φυλής, που απ’ την αυγή της ιστορίας είχε μάθει να κυριαρχεί. Ωστόσο, στην μακρινή δύση, η έμφυτη τάση για περιπέτεια και κατάκτηση, απογυμνωμένη καθώς ήταν από την παραδοσιακή ευρωπαϊκή πολιτισμική δυναμική, και δίχως να διαθέτει την ενοποιητική ουσία που προϋποθέτει η συμβίωση στα πλαίσια μιας εθνικότητας, εκφράστηκε με έναν πρωτόγνωρο, στρεβλό και οικονομιστικό τρόπο.



Στην Αμερική οι αγγλοσάξονες δεν έμειναν μόνοι τους αλλά πλαισιώθηκαν από ένα πολύβουο πλήθος μεταναστών, που προέρχονταν και κατάγονταν από διαφορετικές εθνότητες. Το πολυφυλετικό μωσαϊκό των Η.Π.Α ενστερνίστηκε, πάντως, το επεκτατικό όραμα των αγγλοσαξόνων. Κι έτσι, ιδίως μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, η κατάκτηση της ηπείρου απέκτησε τον λεγόμενο «δυτικό προσανατολισμό». Η πολυφυλετική μάζα των Αμερικανών άρχισε να εισχωρεί όλο και πιο δυτικά στην αμερικανική ενδοχώρα, προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό της τις απάτητες γαίες. Ώσπου κάποια στιγμή, ο στόχος επετεύχθη και οι Αμερικανοί έφτασαν στις ακτές του δυτικού ωκεανού. Η άγνωστη χώρα είχε κατακτηθεί. Όσοι πρόλαβαν να ιδιοποιηθούν τις νέες γαίες, εξόρυξαν μέταλλα και ορυκτά, κι αφού εξόντωσαν τους γηγενείς Ινδιάνους και μόλυναν το περιβάλλον, έγιναν οικονομικά ισχυροί.

Υπήρξαν, όμως, κι εκείνοι που δεν τα κατάφεραν. Εκείνοι που έμειναν εργάτες, δίχως να διαθέτουν αξιοζήλευτα περιουσιακά στοιχεία. Πράγμα ιδιαίτερα άδοξο και δύσκολο σε μια χώρα αχαλίνωτα φιλελεύθερη και αδυσώπητα καπιταλιστική. Σε μια χώρα δίχως, αντινεωτερική ή τουλάχιστον σοσιαλιστική, φιλεργατική παράδοση. Εκείνοι οι Αμερικανοί ήταν οι πρώτοι που ένιωσαν τις συνέπειες του κραχ που ταλάνισε τις Η.Π.Α κατά το 1893. Η εργατική τάξη και οι ασθενέστεροι οικονομικά αντιλήφθηκαν τι σημαίνει οικονομική καταστροφή, κοινωνική ισοπέδωση και ψυχική απόγνωση. Κι ενώ αυτή η ιστορική συγκυρία σε μια χώρα της Ευρώπης ενδεχομένως να αποτελούσε την σπίθα για έναν κοινωνικό ξεσηκωμό, στις καπιταλιστικές Η.Π.Α η έξαρση του ενστίκτου της κυριαρχικής επιβίωσης, που χαρακτηρίζει ιστορικά τον λευκό άνθρωπο, εκδηλώθηκε στρεβλά με την τάση για μια νέα εκστρατεία κατάκτησης γαιών. 

Ο καναδικός βορράς αποτελούσε εκείνη την εποχή το μοναδικό σημείο της βόρειας Αμερικής που δεν είχε κατακτηθεί και τα εδάφη του παρέμεναν παρθένα. Έτσι, κάποιοι κατεστραμμένοι κοινωνικά φτωχοδιάβολοι, όντας οι τελευταίοι Ροβινσώνες, ατσαλωμένοι από τις δυσκολίες του βίου της εργατικής τάξης, επιχείρησαν την τελευταία έφοδο προς τον βορρά. Ήταν από το έτος 1896 έως και το 1899, όταν εκείνοι οι απόκληροι γενναίοι άντρες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, φορτώνονταν στους ώμους τα απαραίτητα για την επιβίωση και την τροφή τους και εισέβαλαν στον αρκτικό κύκλο, δίχως να διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα θέρμανσης και στέγασης.

Μεγάλοι αριθμοί από αυτούς έχασαν τις ζωές τους σε εκείνη την οδύσσεια της νεότερης ιστορίας. Ωστόσο το χειρότερο ήταν πως, σύντομα, οι καλά πληροφορημένοι άνθρωποι του αμερικανικού αστικού κατεστημένου άπλωσαν την κυριαρχία τους στις καλύτερες γαίες και στα πλουσιότερα ορυχεία του καναδικού βορρά. Για τους απόκληρους εργάτες -και μετέπειτα Ροβινσώνες- απέμειναν λίγα κοιτάσματα στα πιο επικίνδυνα και αφιλόξενα μέρη. Κι όμως, μολονότι η οικονομική επιτυχία έμοιαζε αμφίβολη, κάτι βαθύτερο ήταν αυτό που έσπρωχνε τους αδάμαστους εκείνους άντρες προκειμένου να λάβουν μέρος στην περιπέτεια του βορρά.

Ο ίδιος ο Τζακ Λόντον, όντας πρώην εργάτης, έγκλειστος σε φυλακές και ρομαντικός σοσιαλιστής, συμμετείχε σε εκείνη την εκστρατεία προς τον απάτητο καναδικό βορρά, κατά το έτος 1897. Η αλήθεια είναι ότι οικονομικά δεν κατάφερε τίποτε. Μοναχά ταλαιπώρησε τον εαυτό του με μια συνηθισμένη βαριά ασθένεια του αρκτικού κλίματος. Εντούτοις, για έναν χρόνο έζησε από κοντά και γνώρισε τους σκληροτράχηλους πολεμιστές της ζωής, στους οποίους έδωσε μυθιστορηματική υπόσταση μέσα από τα δημοφιλή, μετέπειτα, αφηγήματά του ...

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ ...


Ernst Jünger (29.03.1895 - 17.02.1998)



«Η καταστροφή είναι το μόνο μέσο στα μάτια του εθνικισμού που ενδείκνυται στην σημερινή κατάσταση των πραγμάτων ... Αφήνουμε κατά μέρος την ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένα είδος επανάστασης που να υποστηρίξει την τάξη για χάρη των μικροαστών. Επειδή ακριβώς είμαστε οι πραγματικοί, αυθεντικοί και ανηλεείς εχθροί του αστού, δεν νοιώθουμε παρά μόνο ευχαρίστηση απ' την αποσύνθεσή του. 

Όσο για 'μας, δεν είμαστε αστοί, είμαστε τέκνα των πολέμων, συμπεριλαμβανομένων και των εμφυλίων πολέμων, και μόνο όταν όλο αυτό, αυτό το θέαμα των κυκλικά και αέναα περιστρεφόμενων κύκλων, θα έχει σαρωθεί, θα μπορέσει να ξεδιπλωθεί μέσα μας ότι πηγάζει από τη φύση, το στοιχειώδες, τη στοιχειώδη αγριότητα, την αρχέγονη γλώσσα, την ικανότητα να γεννήσουμε το καινούριο με το αίμα και την σπορά μας»

«Όλες οι επαναστατικές δυνάμεις στο εσωτερικού ενός Κράτους είναι αόρατοι σύμμαχοι, παρά την αντιπαράθεσή τους. Κι αυτό γιατί η τάξη είναι ο κοινός τους εχθρός»

«Οι εξεγερμένοι στρατολογούνται μεταξύ αυτών που είναι έτοιμοι να πολεμήσουν για μια υπόθεση, ακόμα κι αν μοιάζει χαμένη. Η ιδανική περίπτωση είναι αυτή όπου η δική τους ελευθερία ταυτίζεται με αυτή της χώρας τους»

Σε ώτα μη ακουόντων και η ευθύνη των "εθνικιστών" (του Λουκά Σταύρου)



Η κυπριακή δημοκρατία ήταν απούσα καθ’ όλη την διάρκεια των διακοινοτικών συνομιλιών. Η διαδικασία των συνομιλιών ανέδειξε την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων οι οποίες υποστασιοποιήθηκαν και με άλλες ενέργειες εμπράγματης παραχώρησης όπως ήταν το διπλό δημοψήφισμα με την συμμετοχή των εποίκων το 2004.

Αυτά δεν τα βλέπουν οι όψιμοι πατριώτες και πατριδοκάπηλοι που ορέγονται χρήμα και λαμπερές κορδέλες από την μπουρδελοδημοκρατία της Ζυρίχης. Έχω καταγγείλει δημόσια την προδοσία προ πολλού αλλά σε ώτα μη ακούόντων. Από τον καιρό που τα έλεγα θα μπορούσαμε να χαράξουμε μια στρατηγική αποτροπής της προδοσίας και υπεράσπισης της υποστάσεως της κυπριακής δημοκρατίας. 

Σε αυτή την φάση της διαδικασίας των συνομιλιών καταγγέλλω επίσης το σχέδιο μετάβασης σε εμπορικό συνεταιρισμό των δύο κρατιδίων αμέσως μετά την πενταμερή διάσκεψη που θα συνοδεύεται από περαιτέρω αναβάθμιση του κατοχικού μορφώματος. Το συμπέρασμα είναι ότι ο λαός και ιδιαίτερα η νεολαία αδιαφορεί πλήρως για τα τεκταινόμενα. Ζεί σε μια γυάλα που του παρέχει ασφάλεια και οράματα μελλοντικής ευτυχίας. Η ελάχιστη αντιπολίτευση που υπάρχει δεν έχει καθόλου σχέδιο δράσης και πολιτική πρόταση για να σταθεί αντιμέτωπη με το προδοτικό κατεστημένο. 

Αυτοσχεδιασμοί και κενά συνθήματα. 

Από την άλλη η επέκταση στην Κύπρο του λεγόμενου ελληνικού εθνικισμού από την Χρυσή Αυγή, έκανε μεγάλη ζημιά. Πέρασε την γραμμή της προχειρότητας και της υπεράσπισης νατοϊκών θέσεων , όπως είναι η ντεφάκτο ένωση που διατυμπανίζει ο Κασιδιάρης και τα εδώ φερέφωνα του ή η επιστροφή στο ενιαίο κράτος της Ζυρίχης κατά τον Ν. Μιχαλολιάκο. 

Η Χρυσή Αυγή με τις αερολογίες των ηγετών της συνέβαλε και συνέργησε στην εκμηδένιση της εθνικής αντίστασης του κυπριακού ελληνισμού. Κάποιες άλλες ομάδες που αυτονομάζονται εθνικιστικές και πατριωτικές απλά περιφέρονται της αρχιεπισκοπής και υπεραμύνονται των συμφερόντων της εκκλησίας , ταγμένες να υποσκάπτουν κάθε ανατρεπτική φωνή. 

Παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να πιστεύω πως μια εθνικοκοινωνική αντεπίθεση θα μπορούσε να σώσει την κυπριακή δημοκρατία και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του κυπριακού ελληνισμού σε ένα αγώνα απελευθέρωσης από την αγγλοτουρκική κατοχή και την τυραννία της εκκλησιαστικο-ιδιωτικής παρασιτικής ολιγαρχίας.

Λουκάς Σταύρου

Η αιματηρή κατάληψη της Νάξου από τους βενιζελικούς της "Εθνικής Αμύνης" στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού (Φεβρουάριος 1917)



γράφει η ιστορικός Λουκία Βαρθαλίτου

Βρισκόμαστε στα 1916-1917. Είναι τα χρόνια που λαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση και γνωρίζει τη μεγαλύτερη ένταση ο Εθνικός Διχασμός, που γεννιέται και οξύνεται σαν αποτέλεσμα εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων που βρίσκονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση. Η Ευρώπη, διηρημένη από το 1904 σε δυο εχθρικά στρατόπεδα, προετοιμάζεται για τον πόλεμο. Τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα προσπαθούν να προσελκύσουν στο δικό τους στρατόπεδο τα μικρά κράτη, σαν δορυφόρους τους. Οι αντιθέσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών, καθώς μεταφέρονται στον ελλαδικό χώρο, φορτώνουν με τα περιεχόμενα και τις σημασίες τους τις εσωτερικές αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας. Οι φιλελεύθερες δυνάμεις της αστικής τάξης, συνασπισμένες υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου, που προωθούν τον εκσυγχρονισμό του κράτους και ολοκληρώνουν τον εμπορομεσιτικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια αυτά, επιμένουν στην πολιτική που θέλει την Ελλάδα στο πλευρό των παραδοσιακών συμμάχων της, στο πλευρό της Αντάντ, επιδιώκοντας εδαφικά οφέλη. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι του νεό¬φερτου πρωσικού ιμπεριαλισμού, που ήδη από τα πρώτα χρόνια του αιώνα είχε κάνει την εμφάνιση του στον οικονομικό τομέα με τραπεζικές επενδύσεις και στον πολιτιστικό με το νιτσεϊσμό, βρίσκουν πολιτικό στήριγμα στη «Μικρή Αυλή» του διαδόχου Κωνσταντίνου και της αδελφής του Γερμανού αυτοκράτορα Σοφίας, και επιμένουν στην ουδετερότητα της Ελλάδας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Μ' αυτούς θα ταχθούν, μετά και από την πείνα που προκάλεσε ο αποκλεισμός της νοτιότερης Ελλάδας από τις δυνάμεις της Αντάντ, που απέβλεπε στο να εξαναγκάσει τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών να εισέλθει στο πλευρό της στον πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος των μικροαστικών και λαϊκών στρωμάτων των πόλεων και της υπαίθρου. Όλα αυτά, όπως είναι γνωστό, οδήγησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και στο χωρισμό του κράτους σε «Κράτος των Αθηνών» και σε «Κράτος της Θεσσαλονίκης». Η προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου, στην προσπάθεια της να στρατολογήσει άνδρες για τη δημιουργία ισχυρού στρατού, ήρθε σε σύγκρουση, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, με τα κοινωνικά αυτά στρώματα. Νομίζω ότι κάτι ανάλογο συνέβη και στη Νάξο το 1917.

Στις 2 Δεκεμβρίου 1916 φθάνει στο λιμάνι της Νάξου το ατμόπλοιο «Έλδα» με δύναμη 80 ανδρών περίπου, υπό τον ανθυπολοχαγό Νικόλαο Ρουσσάκη και τον πολιτικό αντιπρόσωπο της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης Τσιριμωνάκη. Το «Έλδα» συνοδευόταν από αγγλικό ανιχνευτικό αλιευτικό. Η στρατιωτική δύναμη έγινε δεκτή από τους κατοίκους της Νάξου χωρίς καμιά αντίσταση ή επιθετική διάθεση. Μετά και από τη «διαβεβαίωση» του δημάρχου της πόλης καθώς και του αστυνομικού διευθυντή Αριστείδη Καλούτση, ο στρατός και δύναμη χωροφυλακής στρατοπέδευσαν στο δημοτικό σχολείο της πόλης. Κλήθηκαν τότε οι πρόεδροι όλων των Κοινοτήτων για να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν ως νόμιμη την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Οι πρόεδροι της Μονής και τ' Απεραθιού αρνήθηκαν. Το απόσπασμα βάδισε εναντίον της Μονής όπου η πρώτη ενέργεια ήταν να αφαιρεθεί από τους κατοίκους κάθε τι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αντίσταση.

«Μπαίνανε μες τα σπίτια οι στρατιώτες και ψάχνανε. Αν ήθελε νά ‘βρουνε τουφέκι, μαχαίρι, ξυράφι, το παίρνανε για ν' αφοπλίσουνε τσ' αθρώποι», αφηγείται η γερόντισσα, πια, Φωτεινή Χαμηλοθώρη. Αφού περικύκλωσαν το χωριό έκαναν έφοδο και μπήκαν μέσα. Οι Μονιάτες τους αντιμετώπισαν με γιουχαϊτά και βρισιές όπως «Κάτω οι προδότες, ζήτω ο Βασιλιάς». Μάζεψαν τέλος τον κόσμο στην πλατεία και έγιναν κάποια μικροεπεισόδια. Μια γερόντισσα, δηλαδή, έβαλε μέσα στην τσέπη της στάχτη και τους την πέταξε, κάποιος άλλος πέταξε μια πέτρα χωρίς να επιτύχει το στόχο του. Στη συνέχεια συνέλαβαν τον πρόεδρο της Κοινότητας μαζί με 19 άλλα άτομα και τους έστειλαν με αγγλικό αλιευτικό στη Σύρο, όπου τους απαγγέλθηκε κατηγορία «επί εξυβρίσει και εσχάτη προδοσία». Μόλις αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Ερμουπόλεως, ο πρόεδρος εδάρη από τον στρατιωτικό διοικητή Αιγαίου, Νικόστρατο Καλομενόπουλο, και οι άλλοι διαπομπεύτηκαν από τους βενιζελικούς της Σύρου. Μετά απ' όλ' αυτά υπογράφτηκε στη Μονή το πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και ο ανθυπολοχαγός Ρουσσάκης ξεκίνησε για τ' Απεράθου.

Στ' Απεράθου φιλοξενήθηκε για τέσσερις μέρες από τους κατοίκους αλλά στάθηκε αδύνατο να τους πείσει να «προσχωρήσουν εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν». Στο διάστημα αυτό οι Άγγλοι συμφώνησαν με τους Απεραθίτες να αναγνωριστούν ουδέτεροι για όσο καιρό θα διαρκούσε ο πόλεμος. Οι όροι της συμφωνίας ήσαν: α) ο λαός της Απειράνθου να παραδίδει όπως και πρώτα σμύριδα και β) να δεχθεί βενιζελική αστυνομία. Για λόγους, όμως, που μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει γνωστοί η συμφωνία αυτή δεν υπογράφτηκε. Ο Ρουσσάκης αφού εξάντλησε όλα τα περιθώρια για να τους πείσει με ειρηνικά μέσα επέστρεψε στην Τραγαία και απέκλεισε τ' Απεράθου. Οι Απεραθίτες είχαν κυνηγετικά όπλα, ελάχιστα όπλα τύπου γκρα, μερικά παλιά περίστροφα και λίγα πυρομαχικά. Είχαν όμως δυναμίτιδα την οποία χρησιμοποιούσαν για την εξόρυξη της σμύριδας και την κατείχαν βάσει ειδικών νόμων. 

Τη νύχτα, όταν κατάλαβαν ότι είχαν περικυκλωθεί, άναβαν φωτιές στις βουνοκορφές του χωριού και έριχναν φυσίγγια δυναμίτιδας για να διασκεδάζουν αλλά και για να δείξουν ότι έχουν οπλισμό. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη 1916, οπότε ήρθε στη Νάξο από τη Σύρο όλη η στρατιωτική δύναμη του Αιγαίου με αρχηγό τον υπολογαχό, Δ. Σαμαρτζή, που προσπάθησε, καλώντας στην Τραγαία τους θεωρούμενους ως υποκινητές του λαού, να τους πείσει να υπογράψουν πρωτόκολλο αναγνώρισης της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Συγχρόνως το τορπιλοβόλο «Θέτις» άραξε στον όρμο Μουτσούνα — το κοντινότερο σημείο τ' Απεραθιού από τη θάλασσα - απ' όπου ο υπολοχαγός Σαμαρτζής, έστειλε το ακόλουθο τελεσίγραφο:

«Προς τους κατοίκους Απειράνθου. Εξαντληθέντων πάντων των μέσων της επιεικείας, πάντων των στοιχείων της υπομο¬νής, οφειλομένων εις την ελπίδα ότι ηθέλετε σκεφθεί πραγματικότερον, ευρίσκομαι εις την ανάγκη να σας δηλώσω ότι η κατάστασις αύτη δεν είναι ανεκτή πλέον, και ότι θα επιβληθεί το κράτος του νόμου, ότι παρουσιάζεται απόλυτος πλέον η ανάγκη της ησυχίας της νήσου... Σας προσκαλώ όπως, αφού σκεφθήτε ωριμότατα, αφού αφήσητε κατά μέρος κάθε ελατήριον το οποίο σας έκαμε να δημιουργηθεί η υφισταμένη κατάστασις, να υπογράψητε την προσχώρησιν, συγχρόνως δε φέρετε το ψήφισμα και παραδώσητε τα όπλα μέρχι της έκτης  μεταμεσημβρινής ώρας. Εγώ θα ευρίσκομαι εν Χαλκί (Τραγαία). Από της ώρας εκείνης εάν δεν δηλώσητε προθύμως προσχώρησιν και δεν παραδώσητε τα υπάρχοντα όπλα εις εμέ, τα οποία θα σας επιστραφώσιν εν καιρώ, θα θεωρηθήτε ως εχθροί, το χωρίον θα κηρυχθή εις κατάστασιν πολιορκίας, θα κηρυχθή ο στρατιωτικός νόμος, θα συσταθή έκτακτον Στρατοδικείον και θα κτυπηθήτε από ξηράς και θαλάσσης. Δε μας εξέλειπε και η τελευταία ελπίς ότι θα σκεφθήτε πραγματικώς πλέον. Εκ του πολεμικού «Θέτις» ώρα 10.05' Ο διοικητής της εν Νάξω στρατιωτικής δυνάμεως Δ. ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ υπολ. πεζικού»

Το τελεσίγραφο έγινε γνωστό σ' ολόκληρο τον απεραθίτικο λαό ο οποίος, όμως, το έκρινε «ανάξιον οιασδήποτε απαντήσεως». Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η γνώμη του Κολέα (Εμμ. Ζευγώλη) για τη λήψη της απόφασης. Μετά την απάντηση αυτή, την επόμενη μέρα 2 Ιανουαρίου 1917, ημέρα Δευτέρα, χαράματα σχεδόν, η στρατιωτική δύναμη προχωρεί προς το χωριό σε τάξη μάχης. Μόλις το αντελήφθησαν οι κάτοικοι ανέβηκαν στα δώματα των σπιτιών τους, άλλοι ανέβηκαν στη θέση Αγ. Παρασκευή (απ' αυτή την είσοδο θα έμπαινε ο στρατός στο χωριό). Ο πρόεδρος της κοινότητας έσπευσε αμέσως να συναντήσει τον Σαμαρτζή, που του έθεσε προθεσμία δεκαπέντε λεπτών για να εκτελέσει το τελεσίγραφο. Ο πρόεδρος, βενιζελικός ο ίδιος, αρνήθηκε μεταφέροντας στον Σαμαρτζή την άποψη των κατοίκων, ότι δηλαδή θεωρούν ως αλλαξοπιστία την προσχώρηση. Μ' έναν ελιγμό, ο πρόεδρος προσπάθησε να αποφύγει το κακό. Είπε ότι δεν βλέπει το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να καταστραφεί το χωριό, αφού μπορεί κάλλιστα να εισέλθει και αν κάποιος πάθει οτιδήποτε, θα μπορούσε να κρατηθούν ο πρόεδρος και άλλοι ως όμηροι και υπεύθυνοι για κάθε καταστροφή. Ο Σαμαρτζής αρνήθηκε και τότε ο πρόεδρος επέστρεψε και ανακοίνωσε στους συγκεντρωμένους κατοίκους την απόφαση του υπολοχαγού. Ακολουθεί νέα άρνηση των κατοίκων. Τότε ο υπολοχαγός αρχίζει να εκτελεί το σχέδιο του.

Στις 9 περίπου το πρωί το τορπιλοβόλο «Θέτις» από τον όρμο της Μουτσούνας άρχισε να βάλει κατά του χωριού δεν είχε όμως ορατότητα και γι' αυτό οι βολές που έριξαν δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο δε υπολοχαγός Σαμαρτζής διέταξε τα πυρά ομαδόν με επαναληπτικά όπλα τύπου γκρα και ενός πολυβόλου, εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους που απείχε μόλις 80 περίπου βήματα από τους στρατιώτες. Κατόπιν με έφοδο ο στρατός μπήκε στο χωριό όπου συνέχισε τις βιαιότητες. Σκότωσαν με ξιφολόχη έξω από το σπίτι του το γέρο-Μπελιώτη, μέσα δε στο σπίτι του με χειροβομβίδα το Σταύρο Ν. Σταυριανό, όπως επίσης και τον Μιχαήλ Γρατσία ο οποίος τόλμησε να πει: «Βρε παιδιά, μα Τουρκιά μας ήβρηκε;». Εσύλησαν ακόμη αρκετούς, όπως το Δημήτρη Εμ. Βάσιλα, το Βασίλη Ιωαν. Καραπάτη και την Ειρήνη Εμ. Κώτσου της οποίας της έκοψαν το δάχτυλο για να αφαιρέσουν το δαχτυλίδι που φορούσε ...

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ ...

Η κουλτούρα του εθνικολαϊκισμού και οι προοπτικές αυτόνομου κινήματος.


του Άγγελου Δημητρίου 

Η επικαιροποίηση του επαναστατικού αιτήματος για τον μονοπολιτισμό, τον μαχητικό αντικρατισμό και την εμπέδωση της διαλεκτικής του φυλετικού σοσιαλισμού, είναι καιρός πια να έρθει από τα κάτω. Είναι καιρός, δηλαδή, να αναδυθούν από την βούληση των μαζών, των εκφασισμένων αυτοχθόνων νέο-προλετάριων, οι νεοπαγείς ελίτ που θα ενσπείρουν και θα διαχύσουν εκ νέου, στις αυτοφυείς κοινότητες της άρνησης, την βιωμένη εμπειρία της κουλτούρας της ανατροπής. Και η ανατροπή θα είναι απόλυτα εξακριβωμένη, απτή και προσδιορισμένη: οι νέοι θεσμοί, που θα υποκαταστήσουν την παρούσα τάξη, θα είναι η νέα πνευματική μας πατρίδα! Όσο ανέφικτη κι αν ακούγεται μια διακήρυξη επανάστασης θεσμικής, τόσο πραγματοποιήσιμος είναι ο σκοπός της πρωτογενούς ριζοσπαστικοποίησης ενός σημαντικού τμήματος της νεολαίας και κατόπιν της οργάνωσής του στην βάση της αυτοδιαχείρισης και της αυτονομίας. 


Μάθαμε από νωρίς ότι εθνικισμός σημαίνει ενέργεια. Μόνο που η «ενέργεια» είναι, θα λέγαμε, τυφλή, η πράξη είναι, αντιθέτως, στοχευμένη και γι’ αυτό, κατά πολύ δραστικότερη. Πρώτα-πρώτα, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει συνείδηση στις αυτόνομες ομάδες και στις ενεργές συλλογικότητες, να δουλευτεί επίσης από τον καθένα στο εσωτερικό πεδίο, ότι ο εγωισμός-ατομισμός είναι παν’ απ’ όλα ένα ζήτημα πολιτικής αφετηρίας, αφετηρίας σαφώς προσδιορισμένης ιστορικά, που δεν ανάγεται παρά στις ίδιες τις απαρχές της μοντέρνας ευρωπαϊκής συλλογικής ταυτότητας. Το παραπάνω, είναι συμπέρασμα αλλά και μια απαρχή σκέψης και δράσης. Έχει πρακτικές και διαχειρίσιμες  διακλαδώσεις, δεν είναι ένα «θεωρητικό» πλάσμα. Γίνεται πολλές φορές το λάθος, ακόμα και οι αντιμοντερνιστές, να θεωρούν τον εγωισμό-ατομισμό, ένα συναισθηματικό ή ηθικό πρόβλημα, και ως τέτοιο προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν. Έτσι ίσως εξηγείται η σημερινή αποτυχία να δομηθούν οργανικές κοινωνίες εντός των πλαισίων του μοντέρνου κόσμου. 

Ενδέχεται, το ζήτημα της διάσπασης του προσώπου και κατά συνέπεια της ανάδυσης της κερματισμένης μεταμοντέρνας ψευδοκοινωνίας, να είναι η πυρηνική παθογένεια του νεωτερικού πολιτιστικού υποδείγματος από την οποία προκύπτουν οι πολλαπλές παραμορφώσεις του συλλογικού και προσωπικού βίου του συγκαιρινού μας ανθρώπου, ο οποίος λησμόνησε την παραδοσιοκρατική τραγικότητα, και γι’ αυτό ακριβώς φαντάζει τόσο αντιηρωικά τραγικός. Ας μην γελιόμαστε, η μοντερνιστική εξατομίκευση, η ρίζα της κοινωνιολογικής παθολογίας, δηλητηριάζει και τις πιο πρακτικές, καθημερινές, βιοτικές εκφράσεις του σημερινού ανθρώπου, έστω κι αν ορισμένες φορές λανθάνει η δραστικότητά της. Το άμεσο πιθανό συμπέρασμα είναι ότι αυτή η απάνθρωπη παρέκβαση, επηρεάζει, συχνά καταλυτικά και τους ίδιους τους εκφραστές των παραδοσιακών αρχών, της αντιμοντερνιστικής πρότασης. 

Πώς λοιπόν θα μπορέσουν να αναπτυχθούν υγιώς οι δικές μας ομαδοποιήσεις, να ποιο είναι το γόνιμο ερώτημα. Ένα ερώτημα βέβαια, η απάντηση στο οποίο δεν εξαντλείται σε έναν θεωρητικό αφορισμό. Είναι  ίδια η τριβή μέσω της δράσης που θα δώσει εν καιρώ την απάντηση. Μα, χρήσιμο οδοδείκτη, θα μπορούσε να αποτελέσει η παραίνεση που κοινοποιήθηκε επιδερμικά, είναι η αλήθεια, παραπάνω. Να επανακαθορισθεί δηλαδή το εύρος της σημαντικής της Πολιτικής, ως έννοιας με παραδοσιακή εκκίνηση και γι’ αυτό διαχρονική λειτουργική σημασία.



Για την Εθνικιστική Αυτονομία: "Νοσταλγοί του Μέλλοντος" (download)

7 Ιανουαρίου 1978: η δολοφονία των 3 Εθνικιστών στην Acca Larentia.



Ρώμη, 7 Ιανουαρίου 1978. Αρχίζει να πέφτει η νύχτα και λίγο πριν τις έξι το απόγευμα, από τα γραφεία της οργάνωσης του Εθνικιστικού Κόμματος M.S.I. (Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος) στην οδό Acca Larentia, βγαίνουν 15 μέλη του «Μετώπου Νεολαίας» του κόμματος. Λίγο μετά τις 18:20, άλλοι πέντε νεολαίοι θ’ αρχίσουν κι αυτοί να εξέρχονται από την τοπική. Ο πρώτος, ο Franco Bigonzetti, θ’ ανοίξει τη θωρακισμένη πόρτα των γραφείων που βλέπει σ’ ένα δρόμο ελάχιστα φωτισμένο, την ίδια στιγμή που μια ομάδα από έξι άτομα, πλησιάζοντας τα γραφεία του M.S.I., θ’ αρχίσει να πυροβολεί. Ο Francesco Ciavatta που άνοιξε την πόρτα, δεν προλαβαίνει να κάνει ούτε δύο βήματα. Χτυπημένος κατευθείαν στο κεφάλι σωριάζεται κάτω. Οι δύο αριστεροί δολοφόνοι πλησιάζουν ακόμη περισσότερο και πυροβολούν ξανά. Για το νεαρό που ακολουθεί τον συναγωνιστή που άνοιξε την πόρτα, δεν υπάρχει επίσης σωτηρία. Γυρίζει προς τα πίσω, σπρώχνοντας τους άλλους τρεις που τον ακολουθούν, προσπαθώντας να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Δεν προλαβαίνει να κάνει λίγα βήματα, όταν μια βροχή από σφαίρες τον σωριάζουν στο έδαφος. 


Οι δολοφόνοι μη έχοντας χρόνο να κυνηγήσουν και τους άλλους τρεις απομακρύνονται από τον τόπο της δολοφονίας πεζοί και χάνονται μες στο σκοτάδι. Μετά από λίγο οι τρεις διασωθέντες βγαίνουν από την τοπική και προσπαθούν να βοηθήσουν τους δύο συναγωνιστές τους, αλλά και για τους δύο είναι πάρα πολύ αργά. Οι δολοφονημένοι Συναγωνιστές Franco Bigonzetti, Francesco Ciavatta και Stefano Recchioni Λεπτά αργότερα η οδός Acca Larentia θα γεμίσει με αυτοκίνητα της αστυνομίας και ασθενοφόρα. Εν τω μεταξύ στον τόπο της δολοφονίας αρχίζουν να συρρέουν Εθνικιστές και Εθνικίστριες απ’ όλη τη Ρώμη. Πολλοί αφήνουν άνθη στα σημεία όπου έπεσαν νεκροί οι δύο νεαροί Εθνικιστές. Μερικοί κλαίνε αλλά ο περισσότερος κόσμος παραμένει σιωπηλός και οργισμένος. Κάποια στιγμή ένας από τους παρόντες δημοσιογράφους θα πετάξει ένα αποτσίγαρο στο σημείο όπου υπάρχει αίμα των νεκρών Εθνικιστών. Βλέποντας την προκλητική αυτή κίνηση ορισμένοι Εθνικιστές ορμούν στον δημοσιογράφο, βρίζοντάς τον και χτυπώντας τον. Τότε επεμβαίνει η αστυνομία και η σύρραξη γενικεύεται. Αρχίζουν να πέφτουν δακρυγόνα από την πλευρά της αστυνομίας κι ακούγεται ένας πυροβολισμός που προέρχεται από τον επικεφαλής των αστυνομικών, Edoardo Sivori. Δύο ή τρεις σφαίρες βρίσκουν στο κεφάλι ένα δεκαεννιάχρονο Εθνικιστή, τον Stefano Recchioni που θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή ύστερα από 48 ώρες. 

Η ένταση είναι πια στα ύψη. Στη Ρώμη νέοι και νέες (και όχι μόνον) του εθνικιστικού χώρου ξεχύνονται στους δρόμους. Ξεσπούν ταραχές που χαρακτηρίζονται από ρίψη μολότωφ, καμμένα και αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, σπασμένες βιτρίνες, κλείσιμο δρόμων, τραυματισμούς και συλλήψεις. «Η Ρώμη στις φλόγες» θα γράψουν την άλλη μέρα οι εφημερίδες.  Τα γεγονότα στην Acca Larentia και οι δολοφονίες των τριών Εθνικιστών σηματοδοτούν στις τάξεις τους Εθνικιστικού Ιταλικού Κινήματος την αρχή ενός νέου πολιτικού φαινομένου στην ιδεολογικο-πολιτική σκηνή της Ιταλίας. Την εμφάνιση δηλαδή της ένοπλης εθνικιστικής δράσης ως απάντηση στην αντιεθνικιστική ένοπλη δράση της αριστεράς, αλλά και των καθεστωτικών ιταλικών υπηρεσιών (μυστικών και μή). Είναι βέβαια αξιοσημείωτο ότι πριν τα γεγονότα στην Acca Larentia, κυκλοφορούσαν στον ιταλικό εθνικιστικό χώρο διάφοροι γραφικοί τύποι, οι οποίοι μιλούσαν για υποτιθέμενα επερχόμενα πραξικοπήματα, πολλοί από τους οποίους κατέληξαν αργότερα ή αποδείχθηκε ότι ήταν ήδη προβοκάτορες, πληροφοριοδότες ή άνθρωποι «φυτευτοί» των μυστικών υπηρεσιών και διαφόρου τύπου στοών. 

Μετά τις δολοφονίες των τριών Εθνικιστών, και το πέρασμα ενός τμήματος του «Ριζοσπαστικού Εθνικισμού» σε μορφές δράσης μιας «άλλης πολιτικής με άλλα μέσα», δηλαδή στον ένοπλο αγώνα, τα πιο ακραία τμήματα του M.S.I. θα έλθουν σε ρήξη με το κόμμα και θα αποφασίσουν το πέρασμα στην ένοπλη δράση. Απόψε στην Ρώμη, όπως γίνεται άλλωστε κάθε χρόνο, Εθνικιστές απ’ όλη την Ιταλία αλλά και όλη την Ευρώπη θα τιμήσουν τους τρεις νεκρούς Συναγωνιστές και μαζί με αυτούς και τους δεκάδες Μάρτυρες που έπεσαν για την Ιδέα στα «Χρόνια του Μολυβιού». Εκεί στην κορυφή της πορείας θα κυματίζει η γαλανόλευκη στα χέρια Ελλήνων Συναγωνιστών... 

Δεν θα Ξεχάσουμε: Λουκάς Σταύρου - Κωνσταντίνος Στυλιανού

Filippo Tommaso Emilio Marinetti: ο Εθνικοεπαναστάτης Ηγέτης του Φουτουρισμού


Κλείνουν σήμερα στις στις 22 Δεκεμβρίου 2016, 140 χρόνια από την γέννηση του Φίλιππο Τομάσο Μαρινέττι, του ποιητή που υπήρξε ηγέτης του «αβάντ γκαρντ» κινήματος του Φουτουρισμού. Ευκαιρία να θυμηθούμε το έργο του.


Το Μανιφέστο του Φουτουρισμού

Ο Φίλιππο Μαρινέττι έκανε την εμφάνιση του το 1904, εμπνευσμένος από την νιτσεϊκή ανατροπή των παλιών αξιών και κυριαρχία του Υπεράνθρωπου και τις απόψεις του αναρχοσυνδικαλιστή Ζωρζ Σορέλ για ένα επαναστατικό προλεταριάτο με ηρωικούς ηγέτες. Το πρώτο ποίημα «Καταστροφή» ήταν «ένα αναρχικό ποίημα, ένα ερωτικό ποίημα». Όμως οι ιδέες του αποκρυσταλλώθηκαν καλύτερα στο «Μανιφέστο του Φουτουρισμού» που έγραψε μαζί με τους Ουμπέρτο Μοτσιόνι, Κάρλο Κάρα, Λουίτζι Ρουσόλο και Τζίνο Σεβερλινι. Ένα κείμενο που θα ήταν ο πρόδρομος του επαναστατικού εθνικισμού του Μεσοπολέμου.

Υπήρχε όμως ένα στοιχείο που θα έκανε τον Μαρινέττι να διαφέρει από τους άλλους στοχαστές και λογοτέχνες του επαναστατικού εθνικισμού. Αυτό ήταν η ταχύτητα του αυτοκινήτου και γενικότερα η καινούργια τεχνολογία. Αντίθετα με τον Έβολα και τον Γέητς που λάτρευαν τον Μεσαίωνα και τους Χάμσουν και Χένρυ Γουίλλιαμς που απεχθανόταν την τεχνολογία προς χάριν μιας αγροτικής ζωής, ο Μαρινέττι ασπάσθηκε την τεχνολογία και ήθελε να ζει στο σήμερα, όχι στο χθες.


Ανάμεσα σε άλλα οι φουτουριστές έγραφαν στο μανιφέστο τους:

* Πρόκειται να τραγουδήσουμε την αγάπη του κινδύνου, την συνήθεια της ενέργειας και της έλλειψης φόβου.

* Το θάρρος, η τόλμη και η εξέγερση θα είναι απαραίτητα στοιχεία της ποίησης μας.

* Μέχρι τώρα, η λογοτεχνία έχει εκθειάσει την ακινησία της σκέψης, την έκσταση και τον ύπνο. Σκοπός είναι να εξάρουμε την επιθετική δράση, την πυρετώδη αϋπνία, τον δρασκελισμό του δρομέα, το πήδημα του θανάτου, την γροθιά και το χαστούκι.

* Επιβεβαιώνουμε ότι η μεγαλοπρέπεια του κόσμου έχει εμπλουτιστεί από μια καινούργια ομορφιά: την ομορφιά της ταχύτητας. Ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο που περνάει τρέχοντας σαν βολίδα είναι πολύ πιο όμορφο από την Νίκη της Σαμοθράκης.

* Πέρα από τον αγώνα, δεν υπάρχει ομορφιά. Κανένα έργο χωρίς επιθετικό χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί αριστούργημα. Η ποίηση πρέπει να συλληφθεί ως μια βίαιη επίθεση σε άγνωστες δυνάμεις, ως τιθάσευση και υποταγή τους ενώπιον του ανθρώπου.

* Ο Χρόνος και ο Χώρος πέθαναν χθες. Ζούμε ήδη το αδύνατο, επειδή έχουμε δημιουργήσει την αιώνια, πανταχού παρούσα ταχύτητα.

* Θα εξυμνήσουμε τον πόλεμο – την μόνη υγιεινή του κόσμου – τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, την καταστροφική χειρονομία των αγγελιοφόρων της Ελευθερίας, τις ιδέες που αξίζει να πεθάνει κανείς για αυτές και την περιφρόνηση προς τις γυναίκες.

* Θα καταστρέψουμε τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες και τις ακαδημίες κάθε είδους, θα πολεμήσουμε τον ηθικισμό, τον φεμινισμό, κάθε ευκαιριακή η ωφελιμιστική δειλία.

* Θα τραγουδήσουμε τα μεγάλη πλήθη, τα συνεπαρμένα από την δουλειά, την ευχαρίστηση και την εξέγερση. Θα τραγουδήσουμε για τις πολύχρωμες, πολυφωνικές παλίρροιες της επανάστασης στις σύγχρονες πρωτεύουσες. Από τη Ιταλία εκτοξεύουμε προς όλον τον κόσμο αυτό το μανιφέστο της φλεγόμενης και ανατρεπτικής βιαιότητας, με το οποίο σήμερα ιδρύουμε τον Φουτουρισμό, επειδή θέλουμε να απελευθερώσουμε αυτή την χώρα από την δύσοσμη γάγγραινα των καθηγητών, των αρχαιολόγων, των ξεναγών και των παλαιοπωλών της. 


Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία.

Φουτουρισμός και Πολιτική

Οι φουτουριστές ήταν εθνικιστές και επαναστάτες, σχεδόν αναρχικοί και ο εθνικισμός τους δεν είχε τίποτα κοινό με τις παραδοσιακές αξίες του Συντηρητισμού. Ήθελαν να γκρεμίσουν τα πάντα και να φτιάξουν μια καινούργια Ιταλία. Έγραφαν αργότερα: «Ας αναφερθεί ότι η λέξη Ιταλία θα κυριαρχήσει πάνω από την λέξη Ελευθερία. Ας ακυρώσουμε το κουραστικό μεγαλείο της Ρώμης από ένα Ιταλικό μεγαλείο εκατό φορές μεγαλύτερο». Οι συντηρητικοί δεν τους αποδεχόταν, αλλά υπήρχαν πολλοί αριστεριστές και αναρχικοί που συμφωνούσαν μαζί τους στην επαναστατική φύση του πολέμου. 

για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο εδώ